Καρδιολογία

Καρδιολογία

ΥΠΕΡΤΑΣΗ

Υπέρταση έχουμε όταν η αρτηριακή πίεση, η πίεση δηλαδή που ασκεί το αίμα στο εσωτερικό τοίχωμα των αρτηριών του σώματος, είναι σταθερά αυξημένη πάνω από τα φυσιολογικά όρια.

Η αρτηριακή πίεση περιγράφεται με δύο αριθμούς. Ο πρώτος αριθμός ονομάζεται συστολική αρτηριακή πίεση (ΣΑΠ) και αντιπροσωπεύει την πίεση στα αιμοφόρα αγγεία όταν η καρδιά συστέλλεται ή χτυπά. Ο δεύτερος αριθμός ονομάζεται διαστολική αρτηριακή πίεση (ΔΑΠ) και αντιπροσωπεύει την πίεση στα αγγεία όταν η καρδιά ηρεμεί μεταξύ των παλμών.

Η υπέρταση διαγιγνώσκεται όταν οι μετρήσεις της συστολικής αρτηριακής πίεσης είναι ≥ 140 mmHg ή/και οι μετρήσεις της διαστολικής αρτηριακής πίεσης είναι ≥ 90 mmHg, μετά από επαναλαμβανόμενες μετρήσεις στο ιατρείο*.

* Τα ανώτερα όρια ΣΑΠ και ΔΑΠ για την έναρξη της θεραπείας καθώς και ο θεραπευτικός στόχος, εξατομικεύονται βάσει του ατομικού ιατρικού ιστορικού.

Η υπέρταση είναι συχνή χρόνια πάθηση, η οποία αν δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα και σωστά, αποτελεί σημαντικό παράγοντα κινδύνου εμφάνισης καρδιαγγειακών νοσημάτων (όπως καρδιακή ανεπάρκεια, εγκεφαλικό επεισόδιο και έμφραγμα) καθώς και νεφρικής νόσου. Γι' αυτόν το λόγο, είναι σημαντικό η διάγνωση να πραγματοποιείται έγκαιρα κι ο ασθενής να λαμβάνει συστηματικά θεραπεία για τον έλεγχο της υπέρτασης, βάσει των οδηγιών του θεράποντος ιατρού.

Συχνά, τα άτομα με υψηλή αρτηριακή πίεση δεν αισθάνονται συμπτώματα. Ως εκ τούτου, ο περιοδικός έλεγχος της αρτηριακής πίεσης είναι σημαντικός για να επιτευχθεί έγκαιρη διάγνωση.

Ωστόσο υπάρχουν παράγοντες οι οποίοι μπορεί να επηρεάσουν την πιθανότητα εμφάνισης υπέρτασης, όπως:  

  • ηλικία
  • ιστορικό υπέρτασης στην οικογένεια
  • παχυσαρκία
  • κάπνισμα
  • καθιστικός τρόπος ζωής
  • δίαιτα με υψηλή περιεκτικότητα σε αλάτι

·        κατανάλωση αλκοόλ

Ο επιπολασμός της υπέρτασης στην Ελλάδα φαίνεται να αυξάνεται και επηρεάζει  περισσότερο από το 30% των ενηλίκων.

Αλλαγές στον τρόπο ζωής μπορούν να βοηθήσουν στην πρόληψη ή στη μείωση της υψηλής αρτηριακής πίεσης. Τέτοιες αλλαγές είναι:

  • Δίαιτα πλούσια σε λαχανικά και φρούτα.
  • Τακτική σωματική άσκηση
  • Μείωση του αυξημένου σωματικού βάρους
  • Μείωση της κατανάλωσης αλκοόλ
  • Διακοπή καπνίσματος
  • Έλεγχος του στρες και επαρκής ανάπαυση

Σε περίπτωση που οι αλλαγές στον τρόπο ζωής δεν επαρκούν για να επιτευχθεί ο θεραπευτικός στόχος, τότε οι ασθενείς θα χρειαστεί να λάβουν επιπροσθέτως, φαρμακευτική αγωγή για τη διαχείριση της υπέρτασης.

Αυτές οι πληροφορίες προορίζονται για γενική πληροφόρηση και ενημέρωση του κοινού και σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να αντικαταστήσουν τη συμβουλή ιατρού ή άλλου αρμοδίου επαγγελματία υγείας

Χρόνια Σταθερή Στηθάγχη

H Σταθερή Στεφανιαία Νόσος είναι η κύρια αιτία θανάτου παγκοσμίως.H Σταθερή στηθάγχη αποτελεί το συχνότερο κλινικό σύμπτωμα της Στεφανιαίας Νόσου και αποτελεί μια παθολογική κατάσταση, η οποία χαρακτηρίζεται από την εναπόθεση αθηρωματικής πλάκας στις στεφανιαίες αρτηρίες.

Η στηθάγχη είναι πόνος ή σφίξιμο συνήθως στο στήθος (αλλά μπορεί και να επεκταθεί και προς το λαιμό, τους ώμους, τη γνάθο και τα άνω άκρα) και εμφανίζεται κατά τη διάρκεια σωματικής άσκησης ή κόπωσης ή συναισθηματικού στρες. Δυσκολία στην αναπνοή μπορεί να συνοδεύει τη στηθάγχη, και η δυσφορία στο στήθος μπορεί επίσης να συνοδεύεται από μη ειδικά συμπτώματα όπως αδυναμία ή λιποθυμία, ναυτία, καύσος, σύγχυση ή αίσθημα επικείμενου θανάτου. Η δύσπνοια μπορεί να αποτελεί το μόνο σύμπτωμα της Σταθερής Στεφανιαίας Νόσου και ίσως είναι δύσκολο πολλές φορές να γίνει διάκριση από τη δύσπνοια εκείνη, η οποία μπορεί να οφείλεται σε άλλα (μη καρδιακά) αίτια π.χ. πνευμονολογικά.

Όπως αναγνωρίζεται από τις κατευθυντήριες οδηγίες της Ευρωπαϊκής Καρδιολογικής Εταιρείας του 2019, η στηθάγχη σχετίζεται με μειωμένη σωματική αντοχή και επαναλαμβανόμενες νοσηλείες, οδηγώντας σε κακή ποιότητα ζωής .

Γι ΄αυτό το λόγο ένας από τους κύριους στόχους της φαρμακευτικής διαχείρισης της σταθερής στηθάγχης, ταυτόχρονα με τη σωστή αντιμετώπιση των παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου όπως αρτηριακή υπέρταση, δυσλιπιδαιμία, σακχαρώδης διαβήτης, είναι η βελτίωση της ποιότητας ζωής μέσω της μείωσης της συχνότητας και της σοβαρότητας των συμπτωμάτων.

«Αυτές οι πληροφορίες προορίζονται για γενική πληροφόρηση και ενημέρωση του κοινού και σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να αντικαταστήσουν τη συμβουλή ιατρού ή άλλου επαγγελματία υγείας»

Dyslipidemia disease

Η Δυσλιπιδαιμία ταξινομείται σε δύο τύπους: πρωτοπαθή και δευτεροπαθή. Η πρωτοπαθής δυσλιπιδαιμία είναι κυρίως κληρονομική και προκαλείται από μονές η πολλαπλές μεταλλάξεις των γονιδίων. Η δευτεροπαθής δυσλιπιδαιμία προκαλείται από τον ανθυγιεινό τρόπο ζωής και επίκτητες ιατρικές καταστάσεις, συμπεριλαμβανομένων των υποκείμενων νοσημάτων και των συνοδών θεραπειών.

H Δυσλιπιδαιμία είναι γενικά ασυμπτωματική και διαγιγνώσκεται τυχαία ή μέσω προληπτικού ελέγχου. Η κύρια εργαστηριακή εξέταση για τη διάγνωση είναι η λιπιδαιμική εξέταση νηστείας (προφίλ), όπου ο ασθενής θα πρέπει να ακολουθήσει νηστεία για τουλάχιστον 12 ώρες πριν από τη λήψη του δείγματος αίματος.

Η πιο συχνή κλινική συνέπεια της δυσλιπιδαιμίας είναι ο αυξημένος κίνδυνος της αθηροσκληρωτικής καρδιαγγειακής νόσου (ASCVD), ο οποίος σχετίζεται με αυξημενές τιμές της ολικής χοληστερόλης (TC), της χαμηλής πυκνότητας λιποπρωτεΐνης (LDL), τριγλυκεριδίων (TGs) και λιποπρωτεΐνης a (Lp(a)), καθώς και με χαμηλές τιμές της υψηλής πυκνότητας λιποπρωτείνης (HDL). Συχνά υπάρχουν δευτερογενείς προδιαθεσικοί παράγοντες, κυρίως η παχυσαρκία και ο Σακχαρώδης Διαβήτης Τύπου 2.

Όπως ορίζεται και από τις κατευθυντήριες οδηγίες της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Αθηροσκλήρωσης (EAS/ESC 2019) , πρέπει να δίνεται έμφαση στη διαχείριση του ασθενή βάσει συνολικού καρδιαγγειακού κινδύνου. Διαμορφώνεται ο στόχος της LDL-C με βάση την εκτίμηση 10ετίας του συνολικού καρδιαγγειακού κινδύνου, λαμβάνοντας υπόψη παράγοντες όπως η ηλικία, η αρτηριακή πίεση, η κατάσταση καπνίσματος και το οικογενειακό ιστορικό. Οι κατευθυντήριες γραμμές παρέχουν συγκεκριμένους στόχους για την LDL χοληστερόλη με βάση τις κατηγορίες καρδιαγγειακού κινδύνου για τον κάθε ασθενή με χαμηλότερους στόχους LDL-C να συνιστώνται για άτομα υψηλότερου κινδύνου. Σε γενικές γραμμές υποστηρίζεται ότι όσο χαμηλότερα μειωθεί η LDL-C χοληστερόλη, τόσο περισσότερο μειώνεται και ο κίνδυνος για μελλοντικά καρδιαγγειακά συμβάματα.

Για τους ασθενείς με δυσλιπιδαιμία μέγιστη σημασία αποτελεί η κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή, η αλλαγή στις διατροφικές συνήθειες, η αύξηση της σωματικής δραστηριότητας και η διαχείριση του βάρους.

Προϊόντα της Menarini